- ναυφθορία
- η (Α ναυφθορία) [ναύφθορος]φθορά ή και απώλεια πλοίου, ναυάγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυφθορίας — ναυφθορίᾱς , ναυφθορία shipwreck fem acc pl ναυφθορίᾱς , ναυφθορία shipwreck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυφθορίης — ναυφθορία shipwreck fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυφθορίῃ — ναυφθορία shipwreck fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυφθορίῃσιν — ναυφθορία shipwreck fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)